- φαντασμός
- φαντασμός, ο και φανταγμός, ο1. το δημιούργημα της φαντασίας, το ίνδαλμα: Ο φαντασμός του ποιητή.2. έπαρση, ξίπασμα, μεγαλομανία: Απ' το φάντασμά της δε γυρίζει να μας κοιτάξει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.